πολυκάλαμος

Revision as of 13:32, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

[κᾰ], ον, A of or with many stalks, βρόμος Thphr.HP8.9.2, cf. CP4.11.3; σῦριγξ D.S.3.58.

German (Pape)

[Seite 663] vielhalmig, σῦριγξ, D. Sic. 3, 58.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκάλᾰμος: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν καλάμων συνιστάμενος, ἔχων πολλοὺς καλάμους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 9, 2, κτλ.· σῦριγξ Διόδ. 3. 58.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλά καλάμια
2. αυτός που αποτελείται από πολλά καλάμια («τὴν τε πολυκάλαμον σύριγγα πρώτην ἐπινοῆσαι», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κάλαμος (πρβλ. ολιγο-κάλαμος)].

Russian (Dvoretsky)

πολυκάλᾰμος: многоствольный (σῦριγξ Diod.).