περιπνιγής

Revision as of 13:40, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ές, A suffocated, choked, Nic. Th.432, J.AJ7.13.3; ὑπὸ τοῦ θνμοῦ Agatharch.76; τῇ τῆς ἀναπνοῆς φθορᾷ D.S.38.4 :—also περί-πνῑγος, ον, Sch.Nic.Th.432.

German (Pape)

[Seite 588] ές, von allen Seiten bis zum Ersticken gedrückt, fast erstickt; Nic. Ther. 432; D. Sic. 3, 34.

Greek (Liddell-Scott)

περιπνῐγής: -ές, ὁ περιπνίγων, πνίγων πανταχόθεν, Νικ. Θηρ. 432, Διόδ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 381. 40, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 13, 3.

Greek Monolingual

-ές, Α περιπνίγω
αυτός που πιέζεται ασφυκτικά από όλες τις πλευρές.

Russian (Dvoretsky)

περιπνῐγής: сдавленный со всех сторон Diod.