τοξευτός

Revision as of 14:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ή, όν, A struck by an arrow, ἐκ Φοίβου S.Ph. 335.

German (Pape)

[Seite 1128] mit Bogen und Pfeil geschossen, erschossen, τοξευτὸς ἐκ Φοίβου δαμείς Soph. Phil. 335.

Greek (Liddell-Scott)

τοξευτός: -ή, -όν, ὁ κτυπηθεὶς διὰ βέλους, τοξευθείς, ἐκ Φοίβου Σοφ. Φιλ. 335.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
percé d’une flèche.
Étymologie: τοξεύω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τοξεύω
αυτός που έχει χτυπηθεί με βέλος.

Greek Monotonic

τοξευτός: -ή, -όν, χτυπημένος από βέλος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

τοξευτός: пораженный стрелой (ἐκ Φοίβου Soph.).

Middle Liddell

τοξευτός, ή, όν [from τοξεύω
struck by an arrow, Soph.

English (Woodhouse)

shot by an arrow