ἀγλαόκουρος
English (LSJ)
ον, A rich in fair youths, Κόρινθος Pi.O.13.5.
German (Pape)
[Seite 16] Κόρινθος, Pind. Ol. 13, 5, mit herrlichen Kindern.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαόκουρος: -ον, ὁ πολλοὺς ἔχων καὶ λαμπροὺς νεανίας, Κόρινθος, Πίνδ. Ὀ. 13. 5.
English (Slater)
ἀγλᾰόκουρος, -ον
1 with its splendid youth τὰνὀλβίαν Κόρινθονἀγλαόκουρον O.13.5.
Spanish (DGE)
-ον de mozos espléndidos Κόρινθος Pi.O.13.5.
Russian (Dvoretsky)
ἀγλαόκουρος: славный своей молодежью (Κόρινθος Pind.).