ἀγλαόδενδρος

Revision as of 14:06, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A with beautiful trees, Pi.O.9.20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγλαόδενδρος: -ον, ὁ ἔχων λαμπρὰ καὶ ὡραῖα δένδρα, Πινδ. Ο. 9. 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux arbres splendides, càd vigoureux.
Étymologie: ἀγλαός, δένδρον.

English (Slater)

ἀγλᾰόδενδρος, -ον
   1 with lovely trees κλυτὰν Λοκρῶν ματέρ' ἀγλαόδενδρον (τὴν Ὀποῦντα. Σ.) (O. 9.20)

Spanish (DGE)

-ον
de espléndidos árboles κλυτὰν Λοκρῶν ... ματέρ' ἀγλαόδενδρον de Opunte, Pi.O.9.20.

Greek Monotonic

ἀγλαόδενδρος: -ον (δένδρον), αυτός που έχει όμορφα και λαμπερά δέντρα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγλαόδενδρος: покрытый прекрасными деревьями (μάτηρ Λοκρῶν, т. е. Ὀπόεις Pind.).

Middle Liddell

δένδρον
with beautiful trees, Pind.