ἀναμολύνω

Revision as of 14:25, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

strengthd, for μολύνω, Pherecr.173, cf. Plu.2.580f.

German (Pape)

[Seite 198] ganz besudeln, aor. p. Phereer. Ath. II, 67 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμολύνω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ μολύνω, Φερεκρ. Ἄδηλ. 4, πρβλ. Πλούτ. 2. 580F.

French (Bailly abrégé)

souiller entièrement.
Étymologie: ἀνά, μολύνω.

Spanish (DGE)

echar a perder, ensuciar enteramente τὴν ὑπήνην τῷ γάρῳ Pherecr.173, τοὺς δ' ἀνεμόλυναν Plu.2.580f.

Greek Monolingual

ἀναμολύνω)
νεοελλ.
μολύνω εκ νέου ή κατ’ επανάληψη
αρχ.
μολύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμολύνω: покрывать грязью (τινά Plut.).