ἁβροφυής: -ές, ὁ ἁβρὸς τὴν φυήν, πιθ. διορθ. ἀντὶ ἁφροφυής· «καὶ θριδάκων οὔλων ἁβροφυῆ πέταλα», Ἀνθ. Π. 9. 412. ἴδ. ἀφροφυής.
ἁβροφυής: нежный (πέταλα Anth.).