ὀφθαλμοβόρος

Revision as of 14:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A picking out eyes, of the heron, Arist.HA617a9.

German (Pape)

[Seite 425] Augen fressend, Arist. H. A. 9, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφθαλμοβόρος: -ον, ὁ ἐκβάλλων καὶ βιβρώσκων ὀφθαλμοὺς ἐπὶ τοῦ πτηνοῦ ὃ καλεῖται φῶϋξ ἢ καθ’ Ἡσύχ. πῶϋξ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 18, 2.

Greek Monolingual

ὀφθαλμοβόρος, -ον (Α)
(για ένα είδος πτηνού) αυτός που βγάζει και κατατρώγει τα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο-βόρος].

Russian (Dvoretsky)

ὀφθαλμοβόρος: выклевывающий глаза (ὁ ἐρωδιός Arst.).