(see also: σύμφορος) beneficially, suitably
adv.avantageusement, utilement;Cp. συμφορώτερον, Sp. συμφορώτατα.Étymologie: σύμφορος.
συμφόρως: полезно, с пользой: σ. ἔχειν Isocr., Xen. быть полезным.