προαπηγέομαι

Revision as of 15:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")

English (LSJ)

Ion. for προαφ-.

German (Pape)

[Seite 708] dep. med., ion. statt προαφηγέομαι, Her. 3, 138.

Greek (Liddell-Scott)

προαπηγέομαι: προαπικνέομαι, Ἰων. ἀντὶ προαφ-.

French (Bailly abrégé)

ion. c. προαφηγέομαι.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. προαφηγοῦμαι.

Greek Monotonic

προαπηγέομαι: Ιων. αντί προ-αφηγέομαι.

Russian (Dvoretsky)

προαπηγέομαι: раньше рассказывать: προαπηγησάμενος τὴν συμφορήν Her. предварительно рассказав о (своем) несчастье.