ὑπάγγελος

Revision as of 15:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")

English (LSJ)

ον, A summoned by a messenger, οὐκ ἄκλητος, ἀλλ' ὑ. A.Ch.838.

German (Pape)

[Seite 1179] vom Boten gerufen od. geholt; ἥκω μὲν οὐκ ἄκλητος, ἀλλ' ὑπάγγελος Aesch. Ch. 825.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπάγγελος: -ον, ὁ ὑπ’ ἀγγέλου κληθείς, οὐκ ἄκλητος, ἀλλ’ ὑπ. Αἰσχύλ. Χο. 838, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 287 καὶ Τραχ. 391.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
averti ou appelé par un messager.
Étymologie: ὑπό, ἄγγελος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ειδοποιήθηκε με αγγελιαφόρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἄγγελος.

Greek Monotonic

ὑπάγγελος: -ον, αυτός που καλείται από αγγελιαφόρο, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπάγγελος: вызванный вестником: οὐκ ἄκλητος, ἀλλ᾽ ὑ. Aesch. не незванный, а будучи приглашен через гонца.

Middle Liddell

ὑπ-άγγελος, ον,
summoned by messenger, Aesch.