πλεισταρχία

Revision as of 16:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")

English (LSJ)

η, rule of the widest sway, rule of the many. v. πολυαρχία, πλείσταρχος

Greek (Liddell-Scott)

πλεισταρχία: ἡ, = πολυαρχία, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1151Α.

Greek Monolingual

ἡ, Α πλείσταρχος
το να άρχουν πολλοί, η πολυαρχία.