δᾴδωσις

Revision as of 18:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

English (LSJ)

εως, ἡ, A the disease of resin-glut, Thphr.CP5.11.3.

German (Pape)

[Seite 513] ἡ, das Kienigwerden, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

δᾴδωσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς δᾳδίον μεταβολή, τὸ γενέσθαι τι ῥητινῶδες, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 5. 11, 3.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ exceso de resina en los árboles, Thphr.CP 5.11.3.

Greek Monolingual

δᾳδωσις, η (Α) δαδοῦμαι
το να γίνεται κάποιο φυτό ρητινώδες, να περιέχει ρετσίνι.