ταλασήϊος

Revision as of 18:33, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

English (LSJ)

ἡ, ον, Ep. word, A of wool-spinning, τ. ἔργα, = ταλασία, A.R.3.292; ταλασήϊος ἱδρώς caused by spinning, Nonn.D.6.142.

Greek Monolingual

-ΐα, -ον, ΜΑ
φρ. «ταλασήϊος ίδρώς» — ιδρώτας που προέρχεται από τον κόπο που καταβάλλει κανείς κατά την ταλασιουργία
αρχ.
(επικ. τ.)
1. ταλασιουργικός
2. κατάλληλος για ταλασιουργία
3. φρ. «ταλασήϊα ἔργα» — η ταλασιουργία (Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλασία «επεξεργασία ερίου» + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. πολεμ-ήϊος)].