ὑόσερις
English (LSJ)
ἡ, A swine's endive, hawk's-beard, Crepis neglecta, Plin.HN 27.90.
Greek (Liddell-Scott)
ὑόσερις: ἡ, εἶδος σέρεως, «ἀντιδιοῦ», Centaurea niga, Πλίν. 27. 64.
ἡ, A swine's endive, hawk's-beard, Crepis neglecta, Plin.HN 27.90.
ὑόσερις: ἡ, εἶδος σέρεως, «ἀντιδιοῦ», Centaurea niga, Πλίν. 27. 64.