A = ξηραίνω, Hsch.; cf. τρύγη ΙΙ and τρύγω. II late form for τρυγάω, POxy.1859.4 (vi/vii A. D.).
τρῠγέω: ξηραίνω, «τρυγεῖ· ξηραίνει» Ἡσύχ.· ἴδε τρύγη ΙΙ.