εὐφυής, Hsch.
εὔεξος: «εὐφυής» (κατὰ τὸ σῶμα δηλαδ.) Ἡσύχ.
See also: s. ἔχω
εὔεξος: {eúeksos}Meaning: εὐφυής H.Etymology: Rückbildung aus εὐεξία, s. ἔχω. Leumann Hom. Wörter 156 A. 130.Page 1,585