σπαραγματώδης

Revision as of 10:35, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

English (LSJ)

ες, A convulsive, Plu.2.130d.

German (Pape)

[Seite 916] ες, krampfhaft, -artig, κραυγή, Plut. de sanit. tuenda p. 392.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰραγμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) σπασμώδης, ὁμοιάζων μὲ σπαραγμόν, κραυγὴ Πλούτ. 2. 130D.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
déchirant, convulsif.
Étymologie: σπάραγμα, -ωδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σπάραγμα, -άγματος]
ο όμοιος με σπάραγμα ή αυτός που προκαλεί σπαραγμό.

Russian (Dvoretsky)

σπᾰραγμᾰτώδης: прерывистый, судорожный (κραυγή Plut.).