γαιονόμος

Revision as of 10:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A dwelling in the land: inhabitant, A.Supp.54(anap.).

Greek (Liddell-Scott)

γαιονόμος: -ον, ὁ κατοικῶν τὴν γῆν, κάτοικος, τεκμήρι’, ἃ γαιονόμοισιν ἄελπτα, ἐκ διορθώσεως του Herm. ἀντὶ τεκμήρια τά τ’ ἀνόμοια οἶδ’ ἄελπτα ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 54.

Spanish (DGE)

-ον
que vive en la región, de donde sust. habitante A.Supp.54.

Greek Monolingual

γαιονόμος, -ον (Α)
εκείνος που διαμένει σε μια χώρα, ο κάτοικος.

Russian (Dvoretsky)

γαιονόμος:обитатель земли Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαιονόμος -ον γαῖα, νέμω inwoner van het land (lyr.).