πυλάοχος
English (LSJ)
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πῠλάοχος: -ον, = πυλοῦχος, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 364F.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. πυλοῦχος.
Russian (Dvoretsky)
πῠλάοχος: ὁ привратник Plut.
πῠλάοχος: -ον, = πυλοῦχος, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 364F.
-ον, Α
βλ. πυλοῦχος.
πῠλάοχος: ὁ привратник Plut.