παλαγμός

Revision as of 10:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ὁ, A sprinkling, παλαγμοῖς αἵματος A.Fr.327.

German (Pape)

[Seite 444] ὁ, Besudelung, αἵματος παλαγμοί, Aesch. frg. 329.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαγμός: ὁ, ῥαντισμός, ῥάντισμα, παλαγμοῖς αἵματος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 340.

Greek Monolingual

παλαγμός, ὁ (Α) παλάσσω (Ι)]
ράντισμα, πιτσίλισμα («πρὶν ἂν παλαγμοῖς αἵματος χοιροκτόνου αὐτὸς σε χράνῃ Ζεὺς καταστάξας χειροῑν», Αισχύλ.).

Russian (Dvoretsky)

πᾰλαγμός:пятно, позор (αἵματος Aesch.).