ἀκέλευστος

Revision as of 12:46, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

English (LSJ)

ον, A unbidden, A.Ag.731 (lyr.), S.Aj.1284, E.El.71, Pl.Lg.953d. Adv. -ως Suid. s.v. ἀπαγγέλτως.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκέλευστος: -ον, ὁ μὴ κελευσθείς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 731, Σοφ. Αἴ. 1263, Εὐρ. Ἠλ. 71, Πλάτ. Νόμ. 953D. ― Ἐπίρρ. -τως, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui agit spontanément, sans avoir reçu d'ordre.
Étymologie: , κελεύω.

Spanish (DGE)

-ον
1 sin que nadie lo pida u ordene ἀ. ἄμισθος ἀοιδά A.A.978, δαῖτ' ἀκέλευστος ἔτευξεν A.A.731, ἀ. ἦλθε S.Ai.1284, cf. E.El.71, Pl.Lg.953d.
2 adv. -ως sin ordenarlo nadie Rom.Mel.11.κδʹ, Sud.s.u. ἀπαραγγέλτως.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκέλευστος, -ον) κελεύω
αυτός που δεν έχει προσταχθεί, (μσν. νεοελλ.) εκείνος που δεν έχει κελευσθεί, δεν έχει χειροτονηθεί σε ιερατικό αξίωμα.

Greek Monotonic

ἀκέλευστος: -ον, αυτός που δεν διατάχθηκε, σε Τραγ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκέλευστος: действующий без приказания, по собственному почину, добровольно Trag.: ἴτω ἀ. Plat. пусть он идет без приглашения.

Middle Liddell

unbidden, Trag., Plat.

English (Woodhouse)

not ordered