ποτνίασις

Revision as of 14:14, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

εως, ἡ, loud lamentation, Poll.6.201.

German (Pape)

[Seite 690] ἡ, das Anrufen, flehentliche Bitten eines Gottes; Poll. 6, 201 nennt das Wort τραχύ.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α ποτνιῶμαι
συνοδευόμενη από δάκρυα επίκληση ή ικεσία προς έναν θεό.