παλιγκλινής

Revision as of 14:22, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, bent back, gloss on παλιμπετές, Sch.A.R.4.1315.

Greek Monolingual

παλιγκλινής, -ές (Α)
αυτός που κλίνει προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. συγ-κλινής].