παρήχημα
English (LSJ)
ατος, τό, succession of similar sounds, alliteration, Suid. s.v. παραγραμματίζων.
German (Pape)
[Seite 521] τό, ähnlicher Ton, ähnlich klingendes Wort, Sp.
Greek Monolingual
το, Α παρηχούμαι
παρήχηση.
ατος, τό, succession of similar sounds, alliteration, Suid. s.v. παραγραμματίζων.
[Seite 521] τό, ähnlicher Ton, ähnlich klingendes Wort, Sp.
το, Α παρηχούμαι
παρήχηση.