παράγειος

Revision as of 14:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, (γῆ) haunting the shallow water near the shore, ζῷα π., opp. πελάγια, Arist.HA602a16; of sea-plants, Thphr.HP4.6.7.

German (Pape)

[Seite 474] an dem Lande, Arist. H. A. 8, 19.

Greek (Liddell-Scott)

παράγειος: -ον, (γῆ) ὁ συχνάζων εἰς τὰ ἀβαθῆ ὕδατα τὰ παρὰ τὴν γῆν, ζῷα παράγεια, ἀντίθετον τῷ πελάγια, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 18.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ψάρια ή θαλάσσια φυτά) αυτός που ζει στα ρηχά νερά και κοντά στην παραλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -γειος (< γη), πρβλ. υπό-γειος].

Russian (Dvoretsky)

παράγειος: прибрежный, держащийся берега (ζῷα Arst.).