περίζωσις
English (LSJ)
εως, ἡ, praecinctus, Gloss.
German (Pape)
[Seite 576] ἡ, die Umgürtung.
Greek (Liddell-Scott)
περίζωσις: -εως, ἡ, τὸ περιζώννυσθαι, κοινῶς «ζώσιμον», περίζωσις σάκκου Ψευδο-Χρυσ. τ. 1, σ. 991Α.
εως, ἡ, praecinctus, Gloss.
[Seite 576] ἡ, die Umgürtung.
περίζωσις: -εως, ἡ, τὸ περιζώννυσθαι, κοινῶς «ζώσιμον», περίζωσις σάκκου Ψευδο-Χρυσ. τ. 1, σ. 991Α.