πεπερασμενάκις

Revision as of 15:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[ᾰ], a definite number of times, Arist.APo.82b32.

Greek (Liddell-Scott)

πεπερασμενάκις: πεπερασμένως, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 21, 5.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σε συγκεκριμένο αριθμό ετών («τὰ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπερασμένος + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πλειστ-άκις)].

Russian (Dvoretsky)

πεπερασμενάκις: adv. определенное число раз Arst.