περιπλάνιος
English (LSJ)
ον, poet. for περιπλανής, βίος AP7.736 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 587] poet. für περιπλανής, βίος, Leon. Tar. 55 (VII, 736).
Greek (Liddell-Scott)
περιπλάνιος: [ᾰ], -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ περιπλανής, Ἀνθ. Π. 7. 736.
Greek Monolingual
-ον, Α περιπλανής
(ποιητ. τ.) περιπλανώμενος, περιπλανής.
Greek Monotonic
περιπλάνιος: [ᾰ], -ον, (πλάνη), σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
περιπλάνιος: Anth. = περιπλανής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπλάνιος -ον [περιπλανάομαι] zwervend.
Middle Liddell
περι-πλᾰ́νιος, ον, πλάνη, Anth.]