πλινθόομαι

Revision as of 15:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

Med., build as with bricks, χρυσῷ… ἐπλινθώσασθε μέλαθρον AP9.423 (Bianor).

Greek (Liddell-Scott)

πλινθόομαι: μέσ., οἰκοδομῶ ὡς διὰ πλίνθων, χρυσῷ... ἐπλινθώσασθε μέλαθρον Ἀνθ. Π. 9. 423.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
construire en briques.
Étymologie: πλίνθος.

Greek Monotonic

πλινθόομαι: Μέσ., οικοδομώ όπως με πλίνθους, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πλινθόομαι: строить из кирпичей (μέλαθρον Anth.).