ποδίκροτος

Revision as of 15:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, clanking on the feet, ἅμμα APl.1.15*.

German (Pape)

[Seite 643] mit den Füßen schlagend, stampfend? – Aber ἅμμα ist = an die Füße angeschmiedet, Beinschelle, Ep. ad. 413 (Plan. 15 *).

Greek (Liddell-Scott)

ποδίκροτος: -ον, ὁ συγκεκολλημένος εἰς τοὺς πόδας, ἅμμα Ἀνθ. Πλαν. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne autour des pieds.
Étymologie: πούς, κροτέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κάνει κρότο καθώς κινούνται τα πόδια του («ποδίκροτον ἅμμα καθάψας», Ανθ. Πλαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδί, δοτ. του πούς, ποδός + κρότος (πρβλ. ιππό-κροτος)].

Greek Monotonic

ποδίκροτος: -ον, αυτός που έχει ενωμένα πόδια, σε Ανθ.

Middle Liddell

ποδί-κροτος, ον,
welded to the feet, Anth.