ποίκιλσις

Revision as of 15:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

εως, ἡ, = ποικιλία, Pl. Lg.747a(pl.).

German (Pape)

[Seite 651] ἡ, = ποικιλία, Plat. Legg. V, 747 a.

Greek (Liddell-Scott)

ποίκιλσις: -εως, ἡ, (ποικίλλω) = ποικιλία, Πλάτ. Νόμ. 747Α.

Greek Monotonic

ποίκιλσις: -εως, ἡ (ποικίλλω), = ποικιλία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ποίκιλσις: εως ἡ Plat. = ποικιλία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποίκιλσις -εως, ἡ [ποικίλλω] variatie, het variëren.

Middle Liddell

ποίκιλσις, εως, ποικίλλω = ποικιλία, Plat.]