Ion. πρηνίζω, aor. ἐπρήνιξα, πρήνιξα, = καταστρέφω, πόλιν Euph.18, Nonn.D.4.340, al.:—Pass., capsize, ἅμα νηΐ πρηνιχθείς AP7.532 (Isid.); πρανιχθῆναι· τὸ ἐπὶ στόμα πεσεῖν, Phot., cf. Hsch.: plpf. ἐπρήνικτο Nonn.D.30.86.
Α
(δωρ. και αττ. τ.) βλ. πρηνίζω.