προσφορέω
English (LSJ)
bring to, bring in, τὰ ὅπλα Hdt.1.82; [τὰ δράγματα] X.HG7.2.8.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
προσφορέω: φέρω πρός τι, εἰσάγω, προσάγω, τὰ ὅπλα Ἡρόδ. 1. 82, 5· τὰ δράγματα Ξεν. Ἑλλ. 7, 2, 8· τῷ θανόντι δῶρα Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 158.
French (Bailly abrégé)
Greek Monotonic
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-φορέω brengen naar.
Russian (Dvoretsky)
προσφορέω: приносить Her., Eur., Men.