πυρομέτρης

Revision as of 17:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ου, and πῡρο-μετρητής, οῦ, ὁ, one who measures wheat, and πῡρο-μετρέω, measure wheat, Poll.7.18.

German (Pape)

[Seite 823] ὁ, der Weizenmesser, Poll. 7, 18.

Greek (Liddell-Scott)

πῡρομέτρης: -ου, καὶ -μετρητής, οῦ, ὁ, σιτομέτρης καὶ πῡρομετρέω, σιτομετρῶ, Πολυδ. Ζ´, 18. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 292.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο μετρητής σιτηρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -μέτρης (< μέτρον)].