σιττύβαι

Revision as of 17:52, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

δερμάτιναι στολαί· τὰ μικρὰ ἱμαντάρια, Hsch.: cf. σίττυβα χιτὼν ἐκ δέρματος Poll.7.70; σίττυβα· δερμάτια, Phot.; σίττυβον τὸ μικρὸν δέρμα Hdn.Gr.1.378: cf. σίλλυβος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: δερμάτιναι στολαί, τὰ μικρὰ ἱμαντάρια H. Further σίττυβα (pl.n.) χιτὼν ἐκ δερμάτων (Poll. 7, 70), σίττυβον τὸ μικρὸν δέρμα (Hdn. Gr. 1, 378) and σίττυβοι κροσσοί, ἱμάντες, θύσανοι (Phot., Eust.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Cf. Groželj, Živa Antika 5, 1955, 230.