σοῦσθαι

Revision as of 18:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

σοῦσθε, σούσθω, v. σεύω.

Greek (Liddell-Scott)

σοῦσθαι: σοῦσθε, σούσσω, ἴδε σεύω.

French (Bailly abrégé)

inf. prés. Moy. de σοῦμαι, c. σεύομαι, v. σεύω.

Greek Monotonic

σοῦσθαι: Μέσ. απαρ. του σεύω· σούσθω, σοῦσθε, γʹ ενικ. και βʹ πληθ. προστ.

Russian (Dvoretsky)

σοῦσθαι: inf. к σοῦμαι.