σταφιδευταῖος

Revision as of 18:12, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

α, ον, (σταφίς) of dried grapes,= στεμφυλίτης, τρύγες Hp.Morb.3.17; σταφίδιοι οἶνοι raisin wines, ibid.; σταφιδίτης οἶνος Orib.Fr.19, Gloss.

German (Pape)

[Seite 930] von getrockneten und gepreßten Weinbeeren, Hippocr., τρὺξ στεμφυλῖτις σταφ.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰφῐδευταῖος: -α, -ον, (σταφὶς) ὁ ἐκ ξηρῶν σταφυλῶν ἤτοι σταφίδων, ὡς τὸ στεμφυλίτης, Ἱππ. 497. 8· σταφίδιος οἶνος, ὁ ἐξ ἀσταφίδων, αὐτόθι 7· σταφιδίτης οἶνος Γλωσσ., ἑτέρα γραφὴ σταφιδευτέος, ἴδε Θ. Παπαδημητρακόπουλου ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 111.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
φρ. «σταφιδευταῖος οἶνος» — κρασί από ξηρή σταφίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίς, -ίδος + κατάλ. -αῖοςπιθ. μέσω αμάρτυρου σταφιδευτής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταφιδευταῖος -α -ον [σταφίς] van gedroogde druiven.