συαγριόμορφος

Revision as of 18:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, like a wild boar, prob. in Orph.A.979.

Greek Monolingual

-ον, Α
όμοιος με σύαγρο (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύαγρ(ι)ος (Ι) «αγριόχοιρος» + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πιθηκό-μορφος].

Greek Monolingual

-ον, Α
όμοιος με σύαγρο (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύαγρ(ι)ος (Ι) «αγριόχοιρος» + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πιθηκό-μορφος].