συμπαραπίπτω

Revision as of 18:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

occur to, θεωρήματα οὔπω ἡμῖν συμπαραπεπτωκότα prob. in Archim.Eratosth. p.430H.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραπίπτω: ὁμοῦ συμπίπτω, συμβαίνω, Παλλαδ. Λαυσ. σ. 137Β.

Greek Monolingual

Α
συμβαίνω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παραπίπτω «συμβαίνω»].

Greek Monolingual

Α
συμβαίνω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παραπίπτω «συμβαίνω»].