συνομήθης

Revision as of 19:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ες, = συνήθης, AP6.206 (Antip. Sid.).

Greek (Liddell-Scott)

συνομήθης: -ες, = συνήθης, συνομήθεις ἅλικες οὐρανίῃ δῷρα Κυθηριάδι Ἀνθ. Π. 6. 206.

Greek Monolingual

-όμηθες, Α
(ποιητ. τ.) συνήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὁμήθης«συνήθης»].

Greek Monotonic

συνομήθης: -ες, = συνήθης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

συνομήθης: сжившийся, свыкшийся (ἅλικες Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνομήθης -ες vertrouwd. AP 6.206.9.

Middle Liddell

συν-ομήθης, ες = συνήθης, Anth.]