φυγαρσενία

Revision as of 19:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

poet. φυγαρσενίη, ἡ, shunning of men, Man.4.64.

German (Pape)

[Seite 1312] ἡ, die Männerscheu, Maneth. 4, 64.

Greek (Liddell-Scott)

φῡγαρσενία: ἡ, τὸ ἀποφεύγειν τοὺς ἄρσενας, τοὺς ἄνδρας, Μανέθων 4. 64.

Greek Monolingual

και ιων. τ. φυγαρσενίη, ἡ, Α
το να αποφεύγει κανείς τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- του αορ. -φυγ-ον του ρ. φεύγω + ἄρσην, -ενος «αρσενικός»].