φωτολαμπής

Revision as of 20:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, blazing with light, κλίμακες Zos.Alch.p.108 B.

German (Pape)

[Seite 1323] ές, lichtglänzend, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

φωτολαμπής: -ές, ὁ λάμπων ἐκ τοῦ φωτός, Συλλ. Ἐπιγρ. 8802.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που λάμπει από το φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πυρι-λαμπής, φλογο-λαμπής].