φόρτιμος

Revision as of 20:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

η, ον, = φορτικός 1, πλοῖον Sch.Ar.Av.599.

Greek (Liddell-Scott)

φόρτιμος: -η, -ον, = φορτικὸς Ι, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 599.

Greek Monolingual

-ίμη, -ον, Α
φορτικός, αυτός που χρησιμοποιείται για μεταφορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + κατάλ. -ιμος (πρβλ. νόστ-ιμος)].