χελιδονιαῖος

Revision as of 20:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

α, ον, = χελιδόνιος ΙΙ, ὄνος Sammelb.6001.5 (ii A. D.); ἰχθῦς PLond.1.130.104 (i/ii A. D., horoscope); ἱ[ππάδα] PThead.4.6 (iv A. D.); = badius, Gloss.; αἱ χελιδονιαῖαι ἀσπίδες prob. for χελιδοναῖαι in Aët. 13.22.

Greek Monolingual

και χελιδωνιαῖος, -αία, -ον, Α
1. όμοιος με χελιδόνι
2. φρ. «χελιδονιαῖος ἰχθῡς» — το χελιδονόψαρο πάπ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδών, -όνος + κατάλ. -ιαῖος].