βαρυπνείων

Revision as of 20:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

οντος, blowing fiercely, ἀῆται Musae.216,309.

Spanish (DGE)

(βᾰρυπνείων) -οντος que sopla fuertemente ἀῆται Musae.216, 309.

Greek Monolingual

βαρυπνείων, ο (Α)
φρ. «βαρυπνείοντες ἀῆται» — άνεμοι που φυσούν δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + πνείω, ποιητ. τ. του πνέω.