βαθυχεύμων
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (χεῦμα) = βαθυκύμων, Procl.H.3.6.
German (Pape)
[Seite 425] tiefwogend, Procl. H. in Mus. 6.
Greek (Liddell-Scott)
Spanish (DGE)
(βᾰθῠχεύμων) -ον
de olas profundas ὑπὲρ βαθυχεύμονα λήθην ἴχνος ἔχειν Procl.H.3.6.