βραδυσμός
English (LSJ)
ὁ, making slow, Sch.E.Or.426.
Greek (Liddell-Scott)
βραδυσμός: -οῦ, ό, ἐπιβράδυνσις, Σχόλ. Ὀρ. 426, Θεόδ. Πρόδρ. Ροδ. Α. 133. 1.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ retardación Sch.E.Or.426.
ὁ, making slow, Sch.E.Or.426.
βραδυσμός: -οῦ, ό, ἐπιβράδυνσις, Σχόλ. Ὀρ. 426, Θεόδ. Πρόδρ. Ροδ. Α. 133. 1.
-οῦ, ὁ retardación Sch.E.Or.426.