γροσφομάχος

Revision as of 21:32, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, fighting with the γρόσφος, οἱ γ., = Lat. velites, Plb.1.33.9, 6.21.7.

German (Pape)

[Seite 507] mit dem γρόσφος kämpfend, Pol. 1, 33, 9. 6, 21, 7.

Greek (Liddell-Scott)

γροσφομάχος: -ον, ὁ μετὰ γρόσφου μαχόμενος, οἱ Γρ., οἱ παρὰ Ρωμαίοις Velites, Πολύβ. 1. 33, 9., 6. 21, 7· πρβλ. γροσφοφόρος.

Greek Monolingual

γροσφομάχος, -ον (Α)
Ρωμαίος στρατιώτης που πολεμάει με τον γρόσφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γρόσφος + -μάχος < μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

γροσφομάχος: ὁ (лат. veles) копейщик, легковооруженный солдат Polyb.