δακτυλοειδής
English (LSJ)
ές, like a finger, Philem. Gloss. ap. Ath.11.468f, Ruf.Oss.22.
German (Pape)
[Seite 520] ές, fingerförmig, Ath. XI, 468 f.
Greek (Liddell-Scott)
δακτῠλοειδής: -ές, ὅμοιος δακτύλῳ, Ἀθήν. 468F. ― Ἐπίρρ. –δῶς, Γρ. Νύσσ. (Λεξ. Κουμ.).
Spanish (DGE)
-ές
semejante a un dedo τύποι Philemo en Ath.468f, ὀστᾶ ... δακτυλοειδῆ de las falanges, Ruf.Oss.22.
Greek Monolingual
(-ούς), -ές (Α δακτυλοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα δαχτύλου.